προειδοποιητικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για προειδοποίηση, που γίνεται για προειδοποίηση: Προειδοποιητικό παράγγελμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek
προαγγελτικός — ή, ό / προαγγελτικός, ή, όν, ΝΑ [προαγγέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να προαγγέλλει, προειδοποιητικός. επίρρ... προαγγελτικῶς Α με προαναγγελία, προειδοποιητικώς … Dictionary of Greek
προαναφωνητικός — ή, όν, Μ [προαναφωνῶ] προειδοποιητικός («σχήμα προαναφωνητικὸν τῶν ἐφεξῆς», Ευστ.) … Dictionary of Greek
υπομνηστικός — ή, ό / ὑπομνηστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] αυτός που υπενθυμίζει κάτι ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνηση μσν. προειδοποιητικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομνηστικόν υπόμνημα αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προξενεί κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. διαταγή … Dictionary of Greek