προειδοποιητικός

προειδοποιητικός
-ή, -ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με σκοπό να προειδοποιήσει («προειδοποιητική ανακοίνωση»)
2. φρ. «προειδοποιητική συμπεριφορά»
ζωολ. η χρήση, από έναν οργανισμό, βιολογικών χρωστικών που τόν καθιστούν πολύ ορατό, σε σύγκριση με το περιβάλλον, γεγονός που παρέχει στους άλλους οργανισμούς πληροφορίες για τη θέση, την ταυτότητα και τις κινήσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στην εφημερίδα Αθηνά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προειδοποιητικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για προειδοποίηση, που γίνεται για προειδοποίηση: Προειδοποιητικό παράγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • προαγγελτικός — ή, ό / προαγγελτικός, ή, όν, ΝΑ [προαγγέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να προαγγέλλει, προειδοποιητικός. επίρρ... προαγγελτικῶς Α με προαναγγελία, προειδοποιητικώς …   Dictionary of Greek

  • προαναφωνητικός — ή, όν, Μ [προαναφωνῶ] προειδοποιητικός («σχήμα προαναφωνητικὸν τῶν ἐφεξῆς», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • υπομνηστικός — ή, ό / ὑπομνηστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] αυτός που υπενθυμίζει κάτι ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνηση μσν. προειδοποιητικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομνηστικόν υπόμνημα αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προξενεί κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. διαταγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”